- απροσηγορια
- ἀπροσηγορίαἀ-προσηγορίαἥ молчаливость, необщительность Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπροσηγορία — ἀπροσηγορίᾱ , ἀπροσηγορία want of intercourse fem nom/voc/acc dual ἀπροσηγορίᾱ , ἀπροσηγορία want of intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)